desvanecimiento - ορισμός. Τι είναι το desvanecimiento
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desvanecimiento - ορισμός


desvanecimiento      
sust. masc.
1) Acción y efecto de desvanecer o desvanecerse.
2) desus. Presunción, vanidad, altanería o soberbia.
3) Flaqueza, perturbación transitoria de la cabeza o del sentido.
desvanecimiento      
desvanecimiento m. Acción de desvanecer[se]: "El corredor sufrió un desvanecimiento al llegar a la meta".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desvanecimiento
1. Al parecer, sufrió un desvanecimiento en el agua.
2. Dos desmayos sin explicación Fernando Torres: "Compartí muy buenos momentos con Puerta en la selección" El fútbol mundial llora por Puerta Muere Antonio Puerta Un vacío legal Desvanecimiento de Puerta FOTOS - TONI RODRÍGUEZ - 26-08-2007 Desvanecimiento de Puerta.
3. Los médicos aseguran estar preocupados porque hasta ahora no saben a qué se debe el desvanecimiento.
4. Ingresó en esta clínica de cinco estrellas utilizada por la realeza y los jeques, el lunes, tras sufrir un desvanecimiento.
5. En una visita a la ciudad de Voronesh, en el sur de Rusia, en diciembre, sufrió un desvanecimiento.
Τι είναι desvanecimiento - ορισμός